ρυθμιστικός

ρυθμιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στη ρύθμιση: Η παρέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδας στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα.
2. το ουδ. ως ουσ., ρυθμιστικό ο νόμος της πολιτείας που ρυθμίζει θέματα πολεοδομίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρυθμιστικός — ή, ό / ῥυθμιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ρυθμιστής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρύθμιση («ρυθμιστικές διατάξεις») 2. αυτός που συντελεί στη ρύθμιση («ρυθμιστικός νόμος») 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυθμιστικό το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ωσμωρρυθμιστικός — ή, ό, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που διατηρεί ή ρυθμίζει την ωσμωτική συγκέντρωση τών σωματικών υγρών του, παρά τις μεταβολές τής συγκέντρωσης τού μέσου στο οποίο ζει («ωσμωρρυθμιστικά ζώα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ώσμωση + ρυθμιστικός] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”